αναπτυγμένος

αναπτυγμένος
η , ο
1) в разн. знач развитой; 2) воен. развёрнутый;

αναπτυγμένοςη παράταξη — развёрнутый строй


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναπτυγμένος" в других словарях:

  • αναπτύσσομαι — αναπτύσσομαι, αναπτύχθηκα, αναπτυγμένος και ανεπτυγμένος βλ. πίν. 28 Σημειώσεις: αναπτύσσομαι : η μτχ. αναπτυγμένος / ανεπτυγμένος έχει κυρίως έννοια επιθέτου αυτός που διακρίνεται για μεγάλη σωματική ή οικονομική, πολιτιστική κτλ. ανάπτυξη… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Πλίμουθ — (Plymouth). Πόλη της Μεγάλης Βρετανίας στη νοτιοδυτική Αγγλία (Ντέβονσαϊρ). Βρίσκεται μεταξύ του Κατεγουότερ, του ποταμόκολπου του Πλυμ, προς ΝΑ και του Χαμοάζε, του μεγάλου ποταμόκολπου του Τάμαρ, προς ΒΔ, στο ανατολικό τμήμα του ομώνυμου κόλπου …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφάγα — Τάξη αρπακτικών θηλαστικών που κυρίως τρέφονται με κρέας. Τα σ., που είναι διαδομένα σε όλη την υδρόγειο, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος, αν και διαφέρουν κατά τις διαστάσεις και τις μορφές, έχουν κοινά μερικά κύρια χαρακτηριστικά. Η …   Dictionary of Greek

  • συμπόσιο(ν) — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στην πλούσια συνεστίαση με ποτό, που τη συνδύαζαν με μουσική, απαγγελία και συζητήσεις. Ευθύς μετά το φαγητό, οι δούλοι πρόσφεραν στους συνδαιτυμόνες νερό και αρωματικό σαπούνι για να πλύνουν τα χέρια τους.… …   Dictionary of Greek

  • αναπτύσσω — ανάπτυξα, αναπτύχθηκα, αναπτυγμένος. 1. ξεδιπλώνω, απλώνω: Το κτίσμα πρέπει να αναπτυχθεί σ όλες τις πλευρές. 2. μεγαλώνω, επεκτείνω: Ανάπτυξε αρκετά την επιχείρηση του πατέρα του. 3. μορφώνω, προάγω πνευματικά: Η πόλη αναπτύχθηκε όχι μόνο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπανάπτυκτος — η, ο 1. που είναι σε υπανάπτυξη (βλ. λ.): Οι υπανάπτυκτες χώρες της Αφρικής. 2. που δεν είναι εντελώς αναπτυγμένος, κυρ. για όργανα του σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερτροφικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την υπερτροφία (βλ. λ.). 2. ο υπερβολικά αναπτυγμένος: Υπερτροφική καρδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»